- σαλεύω
- ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος]1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.)β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.)2. (αμτβ.) κινούμαι πάνω κάτω ή εδώ κι εκεί, ταλαντεύομαι («με βρυχίσματα σαλεύει που τρομάζει η ακοή», Σολωμ.)νεοελλ.1. κάνω μια μικρή κίνηση, μετακινούμαι κατά τι, μετατοπίζομαι («κανένα φύλλο δε σάλευε, καμιά κίνηση δεν τάραζε την βαριά γαλήνη τού κήπου», Γ. Θεοτοκάς)2. πηγαινοέρχομαι («σάλευε ο λεόπαρδος μέσ' το σιδερόφραχτο κλουβί», Παλαμ.)3. μτφ. κινδυνεύω να ανατραπώ, κλονίζομαι («σαλεύει η κυβέρνηση μετά τα τελευταία γεγονότα»)4. φρ. α) «σαλεύει το ψάρι» — είναι ακόμα ζωντανό, είναι φρέσκοβ) «σάλεψε ο νους του [ή το μυαλό του]» — έχασε τα λογικά του, τρελάθηκεγ) «σαλεύγω πόδα»(στον Ερωτόκρ.) κινώ το πόδι μου, προχωρώ, βαδίζωμσν.-αρχ.μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάποιον ή σε κάτι («σαλεύειν ἐπὶ τῶν ἐλπίδων», Ηλιόδ.)| αρχ.1. κινούμαι όπως το πλοίο στην θάλασσα, βαδίζω με αστάθεια2. (κυρίως για λόγο) είμαι ασταθής3. κλίνω το κεφάλι μου προς τα εμπρός και κάτω, νυστάζω4. μτφ. α) ταράζομαι όπως το πλοίο σε θαλασσοταραχή, κλυδωνίζομαι («πόλις γὰρ... ἄγαν ἤδη σαλεύει», Σοφ.)β) δυστυχώ, υποφέρω, βασανίζομαι («ἐν νόσοις ἢ ἐν γήρᾳ σαλεύειν», Πλάτ.)5. (μέσ. και παθ.) σαλεύομαια) κινούμαι («κατεσχέθην νόσῳ... ὡς μὴ δύνασθαι μηδὲ σαλεύεσθαι», πάπ.)β) (για δόντια και νύχια) είμαι χαλαρόςβ) φρ. α) «σαλεύω ἐπ' ἀγκυρῶν» — είμαι αγκυροβολημένοςβ) «σαλεύω ἐπὶ τινι τὰς ἐλπίδας» — στηρίζω σε κάποιον τις ελπίδες μου.
Dictionary of Greek. 2013.